-
1 καταβοαω
(fut. καταβοήσομαι)1) (на кого-л.) набрасываться с криком, громко обвинять(τινος περί τινος Her.; καταβοήσεσθαι πρὸς τὸν δῆμον Plut.)
οἱ Μιλήσιοι κατεβόων τῶν Σαμίων Thuc. — милетцы выступили с жалобами на самосцев2) заглушать или оглушать криком, перекрикивать(τοξότας τρισχιλίους Arph.)
3) кричать (находящимся внизу)(τοῖς Ἀτρείδαις Soph. in tmesi)
4) громко взывать, призывать(τινος Plut.)
См. также в других словарях:
πανώλεθρος — ον, ΜΑ πάρα πολύ ολέθριος, καταστρεπτικότατος («πανώλεθρον θάνατον», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. αυτός που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά («πίτυς... πανώλεθρος ἐξαπόλλυται», Ηρόδ.) 2. τελείως διεφθαρμένος ηθικά («τοῑς πανωλέθροις... Ἀτρείδαις», Σοφ.).… … Dictionary of Greek